αναρρωτικός

αναρρωτικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την ανάρρωση: Ύστερα από την εγχείρηση πήρε και δυο μήνες αναρρωτική άδεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναρρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”